- αφιλόξενος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν είναι φιλόξενος: Τον ξέρω καλά, είναι άνθρωπος αφιλόξενος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀφιλόξενος — inhospitable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφιλόξενος — η, ο (Μ ἀφιλόξενος, ον) αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται νεοελλ. (για τόπο) 1. εκείνος που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους 2. αυτός που δεν αρέσει στους ξένους … Dictionary of Greek
αμιχθαλόεις — ἀμιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος 2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η … Dictionary of Greek
άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
άξενος — η, ο (AM ἄξενος, ον, ιων. κ. ποιητ. ἄξεινος, ον) αφιλόξενος αρχ. ‘Αξεινος (ενν. πόντος) αυτός που ονομάστηκε Εύξεινος κατ ευφημισμόν (Πίνδαρος, Ευριπίδης) … Dictionary of Greek
αλίμενος — η, ο (Α ἀλίμενος, ον) (για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνι αρχ. αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιμήν, ένος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης] … Dictionary of Greek
απόξενος — η, ο (AM ἀπόξενος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που είναι από ξένο μέρος νεοελλ. εντελώς ξένος («ξένος κι απόξενος») αρχ. 1. αδιάφορος προς τους ξένους, αφιλόξενος 2. αυτός που βρίσκεται μακριά από κάποιον, αποδιωγμένος … Dictionary of Greek
αφιλοξενία — η (AM ἀφιλοξενία) [αφιλόξενος] έλλειψη φιλοξενίας, απροθυμία για φιλοξενία … Dictionary of Greek
εξορία — η (AM ἐξορία) [εξόριος] 1. αποπομπή κάποιου και αναγκαστική διαβίωση έξω από τα σύνορα τής πατρίδας του, απέλαση 2. απομακρυσμένος και αφιλόξενος τόπος νεοελλ. 1. εκτόπιση, εξαναγκασμός από τις αρχές να εγκαταλείψει κάποιος τον τόπο κατοικίας του … Dictionary of Greek
εχθρόξενος — ἐχθρόξενος, ον (Α) ο εχθρός προς τους ξένους, ο αφιλόξενος, ο μισόξενος («γνάθος ἐχθρόξενος ναύταισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ξένος] … Dictionary of Greek